- ανθρωπόπλαστος
- -η, -οαυτός που πλάστηκε από ανθρώπους, που είναι πλάσμα ανθρώπων.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλαστός < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. (ανθρωπόπλαστοι) στον Κλ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθρωποποίητος — ον ο ανθρωπόπλαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + ποιητός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Ι. Σούτζο] … Dictionary of Greek